Στο Προκόπιο της Μικράς Ασίας

«Ως ημέρα ευφροσύνης, πλήρης θείου φωτός, ώφθη τη Εκκλησία, η ση αγία εορτή, Ιωάννη θαυμαστέ” ην πάντες πιστοί, φαιδρώς εορτάξοντες, ψυχικώς αγαλλόμεθα.»

Ή ετήσια μνήμη του οσίου Ιωάννου τελείται την 27η Μαΐου, κατά την οποία εκοιμήθη, σύμφωνα με την παράδοση της Εκκλησίας να τιμά, ως «γενέθλιον ημέρα», την ημέρα της εξόδου των αγίων μαρτύρων από την παρούσα ζωή και ταυτόχρονα την «εν τω ουρανώ γέννησιν» τους. Αυτή την ημέρα συνέρρεε στο Προκόπιο ολόκληρος ο πληθυσμός των γειτονικών κωμοπόλεων και χωρίων, (Σινασσού, Ζαλέλας, Ποταμίας, Δήλας, Φλογητών, Μαλακοπής, Συλλάτων, Ανακού, Νεάπολης, Καρβάλης, Αραβισού, Ιντζέσου) και άλλων τόπων. Ο ξενώνας της Εκκλησίας, αν και είχε περί τα είκοσι δωμάτια, δεν επαρκούσε και όλοι οι Προκοπιείς δέχονταν με χαρά τους προσκυνητές στα σπίτια τους και τους φιλοξενούσαν. Όλοι αυτοί αναγνώριζαν τον όσιο Ιωάννη «ως στρατιώτη του Χριστού, που ήπιε το ποτήριό Του, βαπτίσθηκε το βάπτισμα του ζωοποιού Του θανάτου, ως κοινωνό των παθημάτων αυτού και της δόξης». Όλοι τους με χαρά επεκαλούντο τη χάρη του οσίου, ελπίζοντας ότι θα μεσιτεύσει γι’ αυτούς, ιδιαίτερα κατά το χρόνο της γιορτής του και σχεδόν ο καθένας τους είχε να διηγηθεί κάποια ευεργεσία του.

Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος τελεί την πανήγυρη του Οσίου στο Προκόπιο Καππαδοκίας το 2001

Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος τελεί την πανήγυρη του Οσίου στο Προκόπιο Καππαδοκίας το 2001

Γι’αυτό και οι περισσότεροι έφερναν τάματα πολλά και ποικίλα: χρήματα, καντήλια, χρυσαφικά, φορεσιές, μπακιρικά και εδέσματα. Παρόμοια τάματα πρόσφεραν και οι Τούρκοι. Και ο Τούρκος Ίππαρχος, που ήταν αφέντης του σκλάβου αγίου, είχε αφήσει εντολή στους απογόνους του να προσφέρουν κάθε χρόνο στην εορτή του χρήματα και άλλες δωρεές στην ‘Εκκλησία.

Την παραμονή της εορτής γινόταν λιτάνευση από την Εκκλησία του Αγίου Βασιλείου, με την εικόνα του αγίου Βασιλείου, ως επίσκεψη στην Εκκλησία του Οσίου και ανήμερα ελάμβανε χώρα ή λιτάνευση του Σκηνώματος του οσίου, μαζί με την εικόνα του αγίου Βασιλείου η οποία επέστρεφε στον τόπο της, με ψαλμωδίες και δεήσεις για την υγεία των κατοίκων και την ανάπαυση των κεκοιμημένων. (Το αντίθετο συνέβαινε κατά την εορτή του αγίου Βασιλείου).

Ο κόσμος όλος προσπαθούσε την ώρα της λιτανείας να περάσει κάτω από τη λάρνακα για να έχει την ευλογία του οσίου και «για να σηκωθή η λάρνακα από τη θέση της γινόταν πλειστηριασμός». Αρκετοί προσκυνητές διανυκτέρευαν στόν Ι. Ναό προσευχόμενοι.

Την Κυριώνυμη ημέρα ετελείτο η θεία Λειτουργία μόνο στην εορτάζουσα Εκκλησία του Οσίου Ιωάννου. Οι άλλες Εκκλησίες του Αγίου Γεωργίου και του Αγίου Βασιλείου δε λειτουργούσαν. Ενίοτε τελούσε τη θεία Ευχαριστία ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Καισαρείας.

Ανέκαθεν η Εκκλησία έτσι τιμούσε τους αγίους της. Τελούσε τη θεία Ευχαριστία. Ατό το μυστήριο είναι η κατ’ εξοχήν εορτή , στην οποία είναι παρούσα όλη η Εκκλησία. Και οι άγιοι είναι παρόντες στή θεία Εύχαριστία. Προσφέρεται άλλωστε η Λειτουργία και «υπέρ των εν πίστει ανα-παυσαμένων, προπατόρων, πατέρων, πατριαρχών, προφητών, αποστόλων…μαρτύρων, ομολογητών…». “Όχι όμως ως ικεσία από μας στο Θεό για τους αγίους, αλλ’ «ως ευχαριστία, ως χαριστήριον τω Θεώ». «Ούτοι (οι άγιοι) εισίν αι αφορμαί της πρός Θεόν ευχαριστίας τη Εκκλησία». Ο πανηγυρικός χαρακτήρας των συνάξεων είχε πάντοτε λειτουργικό χρώμα. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο η απουσία από την πανήγυρη θεωρείτο ασέβεια πρόος τον όσιο και μεγάλη αμαρτία. Την ημέρα αυτή η αυλή, το προαύλιο, ο νάρθηκας και το εσωτερικό της Εκκλησίας δεν επαρκούσαν για τους εκκλησιαζομένους. Συνωστισμός μεγάλος. Είναι το άπειρον πλήθος των χριστιανών, για το οποίο κάνει λόγο ο ιερομόναχος Διονύσιος σε μια επιστολή του: «Εορτάζεται, γράφει, ο άγιος την 27ην Μαΐου, καθ’ ην συρρέουσιν εκ των πέριξ άπειρον πλήθος των χριστιανών και γίνεται μονοκκλησιά και λιτανεία του Ιερού Λειψάνου…».

Μετά την απόλυση της Εκκλησίας ακολουθούσε συμπόσιο με παράθεση πολλών και πλουσίων εδεσμάτων για τους ντόπιους και ξένους, κατά το έθιμο των αρχαίων «αγαπών».

Την επομένη οι προσκυνητές, αφού ψώνιζαν από την αγορά, αναχωρούσαν για τα χωριά τους καθ’ ομάδες, ικανοποιημένοι από την τελετή και ευχαριστημένοι, γιατί αξιώθηκαν να εκφράσουν στον όσιο την ευλάβειά τους και να επικαλεσθούν την βοήθειά του. Στο αρχείο του Ι. Προσκυνήματος σώζεται και αντίγραφο αγγελίας της πανηγύρεως, την οποία ο Ιερομόναχος Διονύσιος έστειλε για δημοσίευση στις 6 Μαΐου 1906, στον Διευθυντή των ‘Εφημερίδων «Κωνσταντινούπολις» και «Σερβέζ» Δημήτριο Νικολαΐδη.

ΑΓΓΕΛΙΑ ΠΑΝΗΓΥΡΕΩΣ

Προσεγγιζούσης της επετείου πανηγύρεως του Οσίου και Θεοφόρου πατρός ημών Ιωάννου, ου επ’ ονόματι τιμάται ο επί λόφου της πόλεως κείμενος νεόδμητος Ιερός Ναός, αγγέλεται προς γνώσιν των φιλοχρίστων χριστιανών των πέριξ πόλεων και χωρίων ότι τη 27η Μαΐου, Σαββάτω μετά την Πεντηκοστήν, την Θείαν Μυσταγωγίαν επιτελέση η Αυτού Σεβασμιότης ο “Άγιος Καισαρείας κύριος Γερβάσιος.

Τα της πανηγύρεως μα και ο καϋμός για τη χαμένη εορτή του Οσίου, μετά την αποχώρηση από το Προκόπιο της Μικράς Ασίας, απεικονίζονται στο παρατιθέμενο ποίημα του κ. Γεωργίου Ισαακίδη με τον τίτλο:

«Νοσταλγία τοϋ Όσίου»:
«Τοϋ Όσίου ή πανήγυρη ή μεγάλη, ή άγία
γιατί μάς είναι πάντοτε μεγάλη νοσταλγία;
O νούς γοργόφτερος πετά στή δόλια μας πατρίδα,
έκεί πού πρωτοείδαμε τοϋ ήλιου τήν άχτίδα.
Μέ τί λαχτάρα κάποτε ξημέρωνε έκεί πέρα…
τοϋ Άϊγιάννη μας αύτή ή δοξασμένη μέρα…
Λαμποκοπούσε ή έκκλησιά, καλλίφωνοι ψαλτάδες
χρυσοντυμένοι Διάκοι μας, Δεσπότης καί παπάδες.
τούς θόλους μας τούς γέμιζαν μέ θεία μελωδία
στούς ούρανούς ύψώνονταν τού λιβανιού εύωδία…
Σά χείμαροι πλημμύριζαν χριστιανοί στούς δρόμους
τό άγιό μας λείψανο σηκώνανε στούς ώμους…
Χιλιάδες οί προσκυνητές άπό τά περίχωρά μας
μ’ ένθουσιασμό δυνάμωναν τή ζέση, τή χαρά μας.
Μά τώρα…
μία άνάμνηση άπ’ όλα αύτά μάς μένει
έσβυσε, πάει ή γενέτιρα ή τρισονειρεμένη.
Χειμωνιά
κι’ άπονιά
Ελυωσε τή γή …στήν άνταλλαγή…
Φώλιασε τήν καρδούλα μας ή μαύρη νοσταλγία
καί τό παράπονο ξεσπά σέ θρήνους κι’ έλεγεία.
Σά σίφουνας έπέρασε, καταστροφής τό χέρι
συντρίμματα στίς έκκλησιές χαλάσματα έχει φέρει…
Πέσανε χάμου μπρούμητα πελώριοί μας στύλοι
κι’ άπάνω τους μοιρολογεί τοϋ γλύπτου των ή σμίλη…
Παύσανε οι ύμνοι κι’ οί ωδές, ξεράθηκαν τά βάγια
στίς χαλασμένες έκκλησιές κουρνιάζει ή κουκουβάγια.»