Στο Προκόπιο της Μικράς Ασίας
«Ναόν σου, τον Ιερόν Ιωάννη, ως αχείμαστον πλουτούντες λιμένα, εν τρικυμίαις και ζάλαις του βίου, τούτω πιστώς καταφεύγοντες Όσιε, επισκοπή σου θαυμαστή ποθουμένης γαλήνης πληρούμεθα»
Το ιερό λείψανο του οσίου, αμέσως μετά την εκταφή του, τοποθετήθηκε κάτω από την αγία Τράπεζα της πρώτης και αρχαιότερης Εκκλησίας του Προκοπίου, εκείνης του Αγίου Γεωργίου που ήταν λατομημένη στον κεντρικό μεγάλο βράχο, στην τουρκική συνοικία, κοντά στην αγορά. Σύμφωνα μάλιστα με πληροφορίες του Διευθυντού του ημιγυμνασίου το Προκοπίου Ιορδάνη Παπαδόπουλου, ο οποίος είχε προσωπική αντίληψη, η Εκκλησία αυτή είχε ισόγειο και ανώγειο. Στο ισόγειο έμεναν οι εκκλησιαζόμενοι άνδρες και στο ανώγειο οι γυναίκες. Και τα δύο πατώματα ήταν σκαλισμένα στο βράχο και συγκοινωνούσαν με μεγάλο άνοιγμα στη μέση. Η Εκκλησία αυτή κατέρρευσε το 1850, κατά τη διάρκεια της νύκτας.
Ωστόσο το ιερό λείψανο είχε μεταφερθεί στην καινούργια μεγάλη Εκκλησία του Αγίου Βασιλείου, η οποία κτίσθηκε το 1832 και εγκαινιάσθηκε στις 15 Αυγούστου του 1834, όπως επιμαρτυρείται από εντοιχισμένη πλάκα στη δυτική πύλη της, που φέρει την εξής επιγραφή:«Ή Εκκλησία αυτή εχτίστη επί της Βασιλείας του Σουλτάνου Μαχμούτ, Πατριάρχου Κωνσταντίνου και Μητροπολίτη Καισαρείας Παϊσίου200, με την επιστασίαν των προυχόντων και με τη συνδρομή και προσωπική εργασία όλων των κατοίκων σ’ ένα χρόνο μέσα και εγκαινιάσθηκε την 15η Αυγούστου 1834».
Σύμφωνα με πληροφορίες των Ιωακείμ Παπαδόπουλου και Ελισάβετ ‘Ισαακίδου «εξακόσιες οικογένειες, λέγανε οι παλαιοί, ήτανε δεν ήτανε στο Προκόπι τον καιρό που κτίσθηκε η Εκκλησιά. …Τότε ο Δεσπότης της Καισάρειας είπε: Τέτοιου αγίου (του οσίου Ιωάννου) του πρέπει Εκκλησιά να δοξάζη το όνομά Του. Να του κτίσουμε Δέσποτά μου, είπαν οι Προκοπιανοί. Όμως όχι τώρα. Εξακόσια σπίτια σηκώσαμε, κύττα τέτοιο έργο. Μας γονάτισε. Μα ο Θεός μάρτυρας και τιμωρός αν λησμονήσωμε να χτίσωμε του οσίου μιαν Εκκλησιά…». Επειδή, όμως, οι προσκυνητές του οσίου Ιωάννου πλήθαιναν καθημερινά και ο Ναός του Αγίου Βασιλείου δεν επαρκούσε για να καλύψει τις ανάγκες των πιστών, μα και οι κάτοικοι του Προκοπίου αυξάνονταν και επεκτείνονταν στην κάτω συνοικία του Τοά γερή, αποφάσισαν να κτίσουν άλλη μεγάλη Εκκλησία, προς τιμήν του οσίου Ιωάννου, στη συνοικία αυτή και στη θέση όπου ήταν το παλαιό νεκροταφείο και ο τάφος του οσίου και επάνω του να στήσουν την αγία Τράπεζα.
Καθώς αναφέρεται και πάλι στα αρχεία του Κ.Μ.Σ και στο πόνημα του Λ. Ευπραξιάδη, όταν σκάψανε βαθειά, για να ρίξουν θεμέλια, βρήκαν τρεις τάφους, εικόνες των τριών Ιεραρχών, νομίσματα βυζαντινά και μεγάλα πυθάρια, τα όποια χρησιμοποίησαν για την τοποθέτηση των υλικών της οικοδομής. Ο θεμέλιος λίθος τέθηκε τον Ιούνιο του 1886. Τον αγιασμό τέλεσε ο Μητροπολίτης Καισαρείας, ο οποίος, πλαισιούμενος από τους τέσσερις παπάδες του Προκοπίου, διάβασε και το φιρμάνι. Παρευρέθηκαν και ξένοι από τα γύρω χωριά και οι ξενιτεμένοι της πόλης. Αρχιμάστορας ήταν ο Χαράλαμπος Χατζησάββας από την Τραπεζούντα. Ο Ναός κτιζόταν επάνω σε λόφο.
Συγκινητική η συνδρομή του κόσμου. «Τις πρώτες μέρες της δουλειάς, ως να σηκωθούν τα θεμέλια, δούλευαν κι’ οι μαθητές κι’ οι γυναίκες… από χέρι σε χέρι γραμμή στεκόταν ο κόσμος και περνούσε τα υλικά στους μαστόρους. Κι’ οι γριές ψήνανε με τα καζάνια το πιλάφι να φιλέψουνε τους φιλότιμους και τους άξιους…».
«Φέρανε τα καλλίτερα υλικά, την πιο λεπτή άμμο, την πιο στιλπνή γρανιτένια πέτρα από το λατομείο του όρους Αβλαγή, απ’ όπου βγάλανε και τις περίφημες κολώνες. Φέρανε από το λατομείο μαρμάρου ανατολικά του Ισμεζέ και βορειοανατολικά της πόλης σε απόσταση μιας και ημισείας περίπου ώρας τα πιο καθαρά μάρμαρα και τα πιο λαμπερά αλάβαστρα, που ήσαν ξακουστά σ’ όλες τις πόλεις του εσωτερικού για τη στιλπνότητα και τη λάμψη τους.
Άρχισε να ανεγείρεται η Εκκλησία μεγάλη, ευρύχωρη, περίκαλλη και επιβλητική σε σχήμα σταυρού με τρούλλον, πάνω σε τέσσερις κολώνες, ύψους 30 μέτρα, μήκους 50 και πλάτους 40 μέτρα». Την ανέγερση ενίσχυσαν εκτός από τους Προκοπιείς και πιστοί άλλων περιοχών όπως Κωνσταντινουπόλεως, Σμύρνης, Αμισού, αλλά και η Ρωσική Ίερά Μονή του Αγίου Παντελεήμονος του Αγίου Όρους. Από επιστολή του Διονυσίου, η οποία γράφτηκε στο Προκόπιο, στις 14-2-1912, και απευθυνόταν στον Κυριακό Θ. Κηνδάπογλου εις Ζιντζίσερι, πληροφορούμαστε τη συνδρομή της Ρωσικής Μονής και της Αγιωτάτης Συνόδου της Ρωσίας στην Εκκλησία του Οσίου Ιωάννου:
«Η Ιερά Μονή πλην των πολυτελών ιερών αμφίων και σκευών εχορήγησε εξακοσίας λίρας οθωμανικάς, εννενήκοντα οκάδων σιδηρόχρυσον Σταυρόν επί του τρούλλου, λάρνακα πολύτιμον διά το Λείψανον. Η δε Ιερά Σύνοδος προ δέκα ετών (1902) διά της εν Κωνσταντινουπόλει πρεσβείας απέστειλε τα εξής: “Εν αργυρόχρυσον άγιον ποτήριον μετά του δισκαρίου και των λοιπών, εν επιτάφιον, εν διακονικόν στιχάριον, εν ιερατικόν άμφιον μετά του στιχαρίου και των λοιπών, δύο εικόνας επί τζίγκου του Σωτήρος Χριστού και της Θεοτόκου ως δέκα εικόνας των Αγίων επί κηρωτού πανίου, εν θυμιατήριον, δύο σκεπάσματα της Αγίας Τραπέζης, εν αρτοφόριον επί της Αγίας Τραπέζης, ένα αργυρόχρυσον Σταυρόν Αγιασμού».
Στην ίδια επιστολή αναφέρει τα ημιτελή έργα, αναφέρει δε και το ύψος της απαιτουμένης δαπάνης: «…Θά κατασκευασθή το ημιτελές εικονοστάσιον όπερ κατασκευάζεται εξ’ εντοπίου μαρμάρου (παλγαμή), το εν κωδωνοστάσιον, ου το έτερον κατεσκευάσθη προ δύο ετών (1910 – Στα εγκαίνια συνεπώς δεν υπήρχε) μοναδικόν έργον εν Καππαδοκία, προς συμπλήρωσιν πάντων τούτων έχομεν εισέτι ανάγκην το ολιγότερον χιλίων λιρών.». Από τη Ρωσική Ι. Μονή ζητά καμπάνα το 1912 για το κωδωνοστάσιο αυτό. «Προ δύο ετών συνδρομή των χριστιανών κατεσκευάσθη το εν των κωδωνοστασίων, όπερ κατά το μεγαλείον του απαιτεί βαρύ κώδωνα, το ολιγώτερον 500-600 οκάδων, και τον οποίον το ταμείον της Εκκλησίας ως πενιχρόν, δεν δύναται να αγοράση. Εν τω υμετέρω Μοναστηρίω είδον πολλά τοιαύτα και μάλιστα έξω της Μονής έν ταις οδοίς. Εκ τούτων ένα χορηγήσατε τη ‘Εκκλησία του υμετέρου συμπολίτου Οσίου Ιωάννου ή γράψατε εις την Ρωσίαν προς τίνα γνώριμον και ευλαβή πλούσιον όπως αποστείλη έκειθεν διά την Εκκλησίαν του Οσίου Πατρός ημών ένα κώδωνα συνωδά τω μεγαλείω της Εκκλησίας και του κωδωνοστασίου.
Ταύτης της αιτήσεως την εκπλήρωσιν προσδοκά παρ’ υμών ο Όσιος Ιωάννης και η Ορθόδοξος κοινότης του Προκοπίου…». Σε κάποια φάση το έργο σταμάτησε, λόγω ελλείψεως χρημάτων. Και μετά την παρέλευση πέντε ετών άρχισε και πάλι η ανοικοδόμηση και έφθασε μέχρι την οροφή. Το 1897, σύμφωνα με πληροφορία του Ιερ. Διονυσίου, ο Ί. Ναός παραμένει «ημιτελής και άστεγος». Από ένα λεύκωμα με τίτλο «Η ΣΙΝΑΣΟΣ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ» έχουμε την πληροφορία ότι «τα θεμέλια του Βυζαντινού ρυθμού της βάλθηκαν στα 1886 και συμπληρώθηκε σε 15 χρόνια, δηλαδή το 1901». Στο λεύκωμα δημοσιεύεται και η φωτογραφία του Ι. Ναού, στην οποία φαίνεται ότι το ένα καμπαναριό της είναι ακόμη ασυμπλήρωτο. Τα εγκαίνια του Ι. Ναού «εγένοντο υπό του εν μακαρία τη λήξει Μητροπολίτου Καισαρείας Καππαδοκίας κυρού Ιωάννου (+1902)». Στη μαρμάρινη πλάκα που ήταν εντοιχισμένη προ της κυρίας πύλης της Εκκλησίας, υπήρχε η εξής επιγραφή:
«Ο πάνσεπτος και περικαλλέστατος ούτος ναός ο τιμώμενος επ’ ονόματι του Οσίου και Θεοφόρου Πατρός ημών Ιωάννου, θεμελιωθείς κατ’ αρχάς εν έτει 1886 Ιουνίου 2, είληφε πέρας μετά εξ ετη τη γενναία μεν συνδρομή των εν τη πόλει ταύτη Ορθοδόξων Χριστιανών, βοηθεία δε των εν τοις περιχώροις φιλοχρίστων, επί της Βασιλείας του κραταιοτάτου, γαληνοτάτου και λαοφιλεστάτου άνακτος Σουλτάν ‘Αβδούλ Χαμίτ Χαν του Β’, Πατριαρχείας δε Νεοφύτου του Η’ έν ετει σωτηρίω 1892 κατά μήνα Οκτώβριον Αρχιτέκτονος όντος του εξ ‘Αργυρουπόλεως Χαραλάμπους Χατζησάββα».
Δυστυχώς το εκπαγλό αυτό κτίριο, κάποιος φανατικός και οπισθοδρομικός υποδιοικητής (Καϊμακάμης), για να μην αφήσει μαρτυρία του πολιτισμού των Ελλήνων μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών εκ θεμελίων το κατεδάφισε, το έτος 1950 (κατά τη μαρτυρία του Χρυσοστόμου Ενωτιάδη). Σύμφωνα με τη διήγηση του Λαζάρου Ευπραξιάδη, όταν επισκέφθηκε το Προκόπιο το 1972, δεν μπόρεσε να αναγνωρίσει ούτε το χώρο που ήταν κτισμένη η Εκκλησία του Οσίου. Στο Δημαρχείο, όμως, αναγνώρισε την πολυτελέστατη από αλάβαστρο είσοδο της Εκκλησίας του Οσίου.
«-Κύριε Δήμαρχε είμαι ευτυχής που μπήκα στο Δημαρχείο σας από την είσοδο της Εκκλησίας μας», είπε στο Δήμαρχο Χουσεΐν Τερζίογλου. Εκείνος αντιληφθείς το δηκτικό πνεύμα χαμογέλασε και διηγήθηκε τη γνωστή ιστορία της κατεδαφίσεως του Ναού: «-Το μόνο που μπορέσαμε να περισώσουμε, είπε, ήτο η αλαβαστρένια είσοδος και οι πέτρες, με τις οποίες χτίσαμε το Δημαρχείο και τα εκατέρωθεν κτίρια της Αστυνομίας, της βιβλιοθήκης και το αντικρυνό μουσείο». Πλησίον του Ιερού Ναού υπήρχε ξενώνας για τη διαμονή και φιλοξενία των ευσεβών προσκυνητών, οι οποίοι σωρηδόν κατέφθαναν από μακρινούς τόπους, για να προσκυνήσουν τον άγιο.