Ιερές Εικόνες

«Οι δεδοξασμένοι άγιοι υπό του Θεού και λειτουργοί αυτού, πρέπει να προσκυνώνται τιμητικά υπό των χριστιανών, επειδή δι’αυτών θεραπεύεται ο Βασιλεύς…».

Εισαγωγικά περί εικόνων

Η πρακτική της χρήσεως και προσκυνήσεως των ιερών εικόνων είναι γνωστή στον εκκλησιαστικό χώρο από την πρώτη αποστολική εποχή και έχει βαρύνουσα σημασία για τα μέλη της Εκκλησίας. Είναι τόσο παλαιό έθος, ώστε να θεωρείται θεμελιώδες και συστατικό στοιχείο της χριστιανικής πίστεως. Ο πανίερος αυτός θεσμός έχει τη βάση του στην ενανθρώπηση του Κυρίου και ο χαρακτήρας του είναι λειτουργικός, παιδαγωγικός-διδακτικός και αναγωγικός στην κοινωνία του ανθρώπου με το Θεό. Είναι χειροπιαστή μαρτυρία της σαρκώσεως του Χριστού και της σωτηρίας του ανθρώπου μέσα στο σώμα Του, είναι κατά μία έννοια ορατός θείος λόγος, εικονικό ευαγγέλιο, μέσο διά του οποίου εκφράζονται συγκεκριμένα υπαρκτά γεγονότα της ζωής του Χριστού, των αποστόλων και της ίδιας της Εκκλησίας. Εκείνο το οποίο εικονίζεται δεν είναι φυσικά η θεία φύση του Χριστού, αλλά, η υπόσταση, το γεγονός του προσώπου Του, που είναι η εικόνα του Θεού του αοράτου. Άρνηση συνεπώς της εικόνας σημαίνει άρνηση του πλέον βασικού και σωτηρίου δόγματος της πίστεώς μας, της ενανθρωπήσεως του Κυρίου και της αληθινής παρουσίας Του ανάμεσά μας.

Γι’ αυτό το λόγο, η Εκκλησία μας ταυτίζει την ορθόδοξη πίστη με την τιμή των εικόνων και ονομάζει την πρώτη Κυριακή των Νηστειών, κατά την οποία εορτάζεται η αναστήλωσή τους, Κυριακή της Ορθοδοξίας. Σε καμμία, όμως, περίπτωση δεν ταυτίζουμε την εικόνα με το πρωτότυπο και δε λατρεύουμε την εικόνα. Όπως θεόπνευστα διατυπώθηκε στην Z Οικουμενική Σύνοδο, η τιμητική προσκύνηση και ο ασπασμός της εικόνας μεταβαίνει στο πρωτότυπο, η δε λατρεία ανήκει μόνο στη θεία φύση. Η εικόνα, που λειτουργεί σωστά όταν λειτουργείται, οδηγεί τον προσκυνητή στην ίδια την υπέρβασή της, δηλαδή στην κατάσταση την πέρα από τα φαινόμενα και τα νοούμενα, τα σύμβολα και τους εικονισμούς. Βοηθάει να περάσουμε από το ενθάδε στο επέκεινα.

Αν η εικόνα δεν είχε αυτό τον αναγωγικό ρόλο, αλλά περιόριζε τον άνθρωπο στην ίδια την εικόνα ή στα επί μέρους στοιχεία της, στο σχήμα, στο χρώμα, την αισθητική, την ιστορία και την τεχνοτροπία της, δηλαδή στον κτιστό κόσμο, θα ήταν είδωλο χωρίς αντίκρυσμα και δε θα άξιζε να γίνουν αγώνες και να χυθεί αίμα για την αναστήλωσή τους. Αντιθέτως, μάλιστα, θα απαγορευόταν η χρήση τους. Στο παρακάτω χωρίο του Αγ. Ιωάννου του Δαμασκηνού τονίζεται η μεγάλη αλήθεια, ότι η λειτουργική εικόνα είναι, συνάρτηση και καρπός της σαρκώσεως του Λόγου και μαρτυρία και οδηγός της θεώσεως του ανθρώπου.

«Πάλαι μεν ο Θεός, ο ασώματος τε και ασχημάτιστος, ουδαμώς εικονίζετο. Νυν δε σαρκί οφθέντος Θεού και τοις ανθρώποις συναναστραφέντος, εικονίζω Θεού το ορώμενον. Ου προσκυνώ τη ύλη, προσκυνώ δε τον της ύλης δημιουργόν, τον ύλην δι’ εμέ γενόμενον, και εν ύλη κατοικήσαι καταδεξάμενον, και δι’ ύλης την σωτηρίαν μου εργασάμενον, και σέβων ου παύσομαι τη ύλη, δι’ ής η σωτηρία μου είργασται». Είναι μάλιστα άξιο παρατηρήσεως ότι η ύλη, ως δημιούργημα του Θεού, δεν είναι βδελυκτή και περιφρονητέα. Στα χέρια του Πλάστου γίνεται συντελεστής της σωτηρίας μας και γι’ αυτό αξιοσέβαστη. Δεν είναι τυχαίο ότι στις συνάξεις μας, μα κι’ έξω απ’ αυτές, η λατρεία του Θεού δε γίνεται κεχωρισμένα από τη δημιουργία, η οποία είναι «πλήρης της δόξης Αυτού». Η Ορθόδοξη Εκκλησία λατρεύει το Θεό, όχι μόνο στα αγιασμένα πρόσωπα της Παναγίας και των Αγίων, αλλά και σε κάθε πράγμα στο οποίο το άγιο Πνεύμα «ένοικε!» και το «πληροί» και διά του οποίου εκχύνεται και ένεργε! προς τον κόσμο η αγιαστική του χάρη: στον τίμιο Σταυρό, στις αγίες Γραφές, στα άγια λείψανα, στον αγιασμό, στο έλαιο του ευχελαίου και των ιερών κανδηλών, στις αγίες εικόνες και σε ολόκληρη τη μεταμορφωμένη δημιουργία του Θεού.

Αυτή η πίστη, η οποία στήριξε την οικουμένη, είναι παντοτινή. Είναι τόσο αρχαία η τιμητική προσκύνηση των εικόνων, ώστε ο παραπάνω βυζαντινός θεολόγος μνημονεύει το παράδειγμα του Ιωάννου του Χρυσοστόμου, ο οποίος διατηρούσε φορητή εικόνα, απεικονίζουσα τον κορυφαίο απόστολο Παύλο.

Η Εκκλησία χρησιμοποιεί αλάθητα τις εικόνες των Αγίων που κάνουν αισθητή την παρουσία τους.Αυτές δεν αναφέρονται στην πεπτωκυία φύση του άνθρώπου, αλλά στον αναγεννημένο, τον καινό άνθρωπο, ο οποίος ανταποκρίθηκε στην κλήση του Θεού,φόρεσε και πάλι την εικόνα του Κυρίου.Δεν εκφράζουν φυσικές καταστάσεις αυτού του κόσμου,αλλά καταστάσεις του μεταμορφωμένου κόσμου και παριστάνουν, στα πρόσωπα των Αγίων,την αναστηλωμένη εικόνα του ζώντος Θεού.Οι εικόνες στο Ναό μας δηλώνουν την παρουσία των Αγίων. Τη συμμετοχή στη λατρεία μας ολόκληρης της Εκκλησίας που βρίσκεται μέσα στη χαρά και το θρίαμβο του ουρανού.

Ο καθηγητής της ορθοδόξου εικονογραφίας στο Παρίσι Ουσπένσκυ γράφει χαρακτηριστικά: «Βλέποντας την εικόνα ενός αγίου βλέπουμε τη θέση και τη σημασία που έχει αυτός ο άγιος μέσα στην Εκκλησία, καθώς και τον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο υπηρέτησε το Θεό ως προφήτης, ως μάρτυς, ως απόστολος κ.λπ. Η ιδιότης αυτή εκφράζεται με τα εικονογραφικά γνωρίσματα και με τα συμβολικά χρώματα κάθε αγίου. M’ αυτόν τον τρόπο η εικόνα, όπως και η Αγία Γραφή, μας δείχνει το έσχατο όριο και τη βαθιά έννοια όλης της ανθρώπινης ζωής… Το ότι πάντοτε ζωγραφίζονται στην Εικόνα οι Άγιοι κατά πρόσωπον και όχι πλαγίως, φανερώνει το στενό δεσμό ανάμεσα στον προσκυνητή και στο ζωγραφισμένο άγιο….». Πράγματι η συνεχής παρουσία των ιερών εικόνων των αγίων αποτελεί άριστο τρόπο επικοινωνίας μας μαζί τους, καθόσον δε θεωρούνται ξένοι άνθρωποι του μακρινού παρελθόντος, αλλά σύγχρονοί μας, αδελφοί, προσωπικοί φίλοι και πρεσβευτές μας στον ουρανό.

Οι άγιοι απλώνουν τα χέρια τους, για να πάρουν τη δέησή μας και να την παρουσιάσουν στο Θεό πατέρα. Μαζί με τη μεσιτεία τους μας χαρίζουν ακόμη την έμπνευση και τη διδαχή. Όπως γράφει ο Άγιος Γρηγόριος Νύσσης: «Οίδε γαρ και γραφή σιωπώσα εν τοίχω λαλείν και τα μέγιστα ωφελείν». Μας προκαλούν να τους μιμηθούμε. Να θυμηθούμε ότι είμαστε εικόνες της δόξης του Θεού, οι οποίες πρέπει να βρουν το αρχαίο κάλλος, αφού η χάρις και η ευσπλαχνία του Θεού τις απαλλάξει από τα στίγματα των πταισμάτων μας, χρησιμοποιώντας και τους ιδρώτες των αγώνων μας και τούς σταλαγμούς των δακρύων της μετανοίας μας.

Έτσι εξηγείται ότι η εικονογραφία στη ζωή της Εκκλησίας μας δε θεωρείται μία απλή τέχνη, αλλά θεολογία και διδασκαλία που εκφράζεται με σχήματα και χρώματα. Γι’ αυτό και οι εικονογράφοι πρέπει να είναι άνθρωποι ασκήσεως, προσευχής και νηστείας, με εσωτερικά βιώματα και πνευματικές εμπειρίες. Έχουν μάλιστα τη συναίσθηση ότι τα έργα τους οφείλονται στην έμπνευση του Αγίου Πνεύματος. Εκείνοι του δανείζουν τα χέρια τους. Γι’ αυτό και στις εικόνες σημειώνουν πριν από το όνομά τους τη γνωστή φράση «διά χειρός…».

Περιγραφή ωρισμένων εικόνων του Ιερού Ναού του Οσίου στο Νέο Προκόπιο Ευβοίας

Από τις πολλές εικόνες που ευρίσκονται στον Ιερό Ναό του Οσίου Ιωάννου του Ρώσου στο Προκόπιο περιγράφουμε μερικές μόνον, απ’ αυτές τις οποίες οι πρόσφυγες έφεραν από τη Μικρά Ασία. Ποτισμένοι με τη θεόπνευστη διδασκαλία και την παράδοση της Εκκλησίας, τις προτίμησαν από τα πολλά υλικά τους αγαθά, τις μετέφεραν με απερίγραπτες θυσίες και πόνους και τις ένοιωσαν φύλακες και στήριγμά τους στη νέα άγνωστη και οδυνηρή φάση της ζωής τους.

Απέδειξαν έτσι, έμπρακτα, ότι αποδέχονται τη θεοφώτιστη απόφαση της εβδόμης Οικουμενικής Συνόδου ότι «η τιμή της εικόνος επί το πρωτότυπον διαβαίνει».

Εικόνα του Οσίου Ιωάννου του Ρώσου (διαστ. 1,46 X 0,80)

αρχαιότερη εικόνα του Οσίου Ιωάννη

Είναι η αρχαιότερη εικόνα του οσίου. Μεταβυζαντινής τέχνης αγιογραφία, που προσδιορίζεται περί το έτος 1790. Ο όσιος εικονίζεται σε νεαρή ηλικία, με σταυρωμένα τα χέρια σε στάση δεήσεως κρατώντας Σταυρό, ο οποίος συμβολίζει τη σταθερή ομολογία της εις «Χριστόν εσταυρωμένον» πίστεώς του και το σταυρώσιμο ήθος του. Δεξιά του αγίου, στο επάνω μέρος της εικόνας, εικονίζεται μέσα σε νεφέλη ο Χριστός, εύλογών τον άγιο και αριστερά, ακριβώς απέναντι, ένας άγγελος, ο οποίος κρατά ανοικτό ειλητάριο όπου γράφει: «εύγε, εύγε δούλε αγαθέ, μιμητά του Κυρίου ημών Ιησού, δεκτός της άνωθεν Ιερουσαλήμ». Θυμίζει η παράσταση αυτή το χωρίο του Μ. Βασιλείου: «Και από θανάτου μεν προς αιώνιον οδεύσεις ζωήν, από δε της παρά ανθρώποις ατιμίας επί την δόξαν την παρά θεού και από των εν κόσμω θλίψεων και κολάσεων επί τας αιωνίους αναπαύσεις τας σύυν αγγέλοις. Γη σε πολίτην ουκ απεδέξατο, αλλ’ ουρανός υποδέξεται, κόσμος εδίωξεν, αλλά βαστάσουσιν άγγελοι παραστήσαι σε Χριστά και φίλος κληθήση και τον ποθεινότατον έπαινον ακούσεις εύδουλε αγαθέ και πιστέ, στρατιώτα γενναίε και μιμητά του Δεσπότου, Βασιλέως ακόλουθε, εγώ σε τοις εμοίς αμείψομαι δώροις».

Ο χρυσός κάμπος (το φόντο της εικόνας) συμβολίζει τον έμπυρο ουρανό, το «εράσμιο κάλλος» και την υπερτελή δόξα όπου ζουν οι άγιοι, μέσα στο φως του αγίου Πνεύματος, ως αστέρες πολύφωτοι του νοητού στερεώματος, αντανακλώντες το φως του Ηλίου της Δικαιοσύνης. Κάτω στα δύο πλάγια άκρα υπάρχουν τέσσερις σκηνές από τη ζωή του αγίου, με καραμανλήδικες επιγραφές:
1) «αζιζ μεταλαβις ολουγιορι», δηλ. ο άγιος μεταλαμβάνει.
2) «αζιζ αφεντισι πετ μουαμελε βε κουφουρουλε χιζμετ πενιουρουγ», δηλ. ο αφέντης του αγίου σκληρώς και με ύβρεις διαττάσσει να τον υπηρετήσει.
3) «αζιζ κις εσνασενδα τζι πλακ γιαλιν αγιατ τηλισενιν αρτικασιντα κετζιε εχαλε ελε κατιμ ιπατετ ετμεκτεν χαλι τεγιλτι», δηλ. ο άγιος την εποχή του χειμώνος ξυπόλητος στο νάρθηκα της Εκκλησίας νύκτωρ πάντα προσηύχετο.
4) «κατρετι ιωβ κιπι οτασι αχιρ τοσειγι κουπρετε αζιζιν», δηλ. ως τον μακάριον Ιώβ το δωμάτιο του αγίου ήταν σταύλος και το στρώμα του
κοπριά.

Η τέταρτη παράσταση δεν φαίνεται πλέον, γιατί είναι φθαρμένη. Η εικόνα χαρακτηρίζεται για τη γλυκύτητα των προσώπων και την ακριβή απόδοση της μορφής του Αγίου. Είναι η εικόνα αυτή, η οποία μίλησε και απεκάλυψε ο άγιος το όνομά Του, σ’ένα παιδάκι, το οποίο τον ρώτησε, πως τον λένε.

Στο Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών στην Αθήνα, υπάρχουν περιγραφές των παρακάτω εικόνων της Εκκλησίας του οσίου, τις οποίες λαμβάνουμε υπόψη κατά την περιγραφή.

«Στόν Άγιο Ιωάννη έχουν εικόνες μεγάλες με εντονώτατο τον Καππαδοκικό λαϊκό χαρακτήρα στο θέμα και την εκτέλεση. Είναι έργα του γνωστού ζωγράφου της περιοχής στον 19ο αιώνα Αβραάμ του παπα Ανδρέα, Λαζάρου του Νεφσεχωρλή, Δημητρίου Στεφανοχωρίτη και άλλα πάλι είναι ανυπόγραφα, πολύ πιθανόν, όμως, των ίδιων ή άλλων, της ίδιας τέχνης. Είναι η τέχνη των λαϊκών ζωγράφων, που διηγούνται τις παραδόσεις της περιοχής με κάθε λεπτομέρεια. Όπως όλοι οι λαϊκοί τεχνίτες, είναι εκλεκτικοί και δε διστάζουν ν’ αντλούν μορφές από παλαιές εικόνες από τις τοιχογραφίες της Καππαδοκίας, από δυτικίζοντα πρότυπα, από ρωσσικές εικόνες από τις χαλκογραφίες, αλλά και να συγχρονίζουν το θέμα προσθέτοντας στοιχεία τοπικά, γνωστά δικά τους. Έτσι οι εικόνες παίρνουν έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα που εκφράζει τη μορφή της λαϊκής λατρείας στην απόμακρη αυτή Επαρχία».

Η Θεία Λειτουργία (Διαστάσεις 0,90 X 0,68)

Θεία Λειτουργεία

Η εικόνα αυτή που αγιογραφήθηκε το 1884 από τον Ανανία Μισαηλίδη ως δέηση του δούλου του Θεού Κυριάκου, συμβίας, γονέων και τέκνων, παριστάνει τη Θεία Λειτουργία. Στο κέντρο της ευρίσκεται η ζωοποιός Αγία Τριάδα με τη ζωηφόρο Αγία Τράπεζα. Γύρω – γύρω μεγαλοπρεπής η δορυφορία των ασωμάτων αγγέλων, φέρνει μπροστά μας το συνταρακτικό όραμα του προφήτου Ησαΐου: «Είδον τον Κύριον καθήμενον επί θρόνου υψηλού και επηρμένου, και πλήρης ο οίκος της δόξης αυτού. Και Σεραφείμ ειστήκεισαν κύκλω αυτού, εξ πτέρυγες τω ενί, και εξ πτέρυγες τω ενί, και ταις μεν δυσίν κατεκάλυπτον το πρόσωπον και ταις δυσίν κατεκάλυπτον τους πόδας και ταις δυσίν επέταντο και εκέκραγον έτερος προς το έτερον και έλεγον: Άγιος άγιος άγιος Κύριος σαβαώθ, πλήρης πασα η γη της δόξης αυτού» (Ήσ. στ’, 1-3).

Σε τούτη την παράσταση παρουσιάζονται τα αθέατα της Θείας Λειτουργίας. Όσα τα μάτια μας είναι ανίκανα να δουν και να γνωρίσουν (Λουκ. κδ’, 16), τα οποία όμως αληθινά υπάρχουν. Στο μέσον της εικόνας εικονίζεται το Ιερό θυσιαστήριο η αγία τράπεζα υποβασταζόμενη από Χερουβείμ και Σεραφίμ. Επάνω της υπάρχει το Ιερό Ευαγγέλιο και η λειτουργική φυλλάδα ανοικτή με τις λέξεις: «Ευλογημένη η Βασιλεία του Πατρός». Εκ δεξιών της αγίας Τραπέζης εικονίζεται ο Υίός, ως Μέγας Αρχιερεύς που υποδέχεται και παραλαμβάνει από την κεφαλή του αγγέλου το δισκάριο, άφου Αυτός είναι , κατά την ευχή του χερουβικού, ο προσφέρων και προσφερόμενος. Εξ αριστερών της είναι ο Πατήρ και άνωθεν τη, εν είδει περιστεράς το Άγιον Πνεύμα.

Η Λειτουργία είναι ο τόπος της κοινής ενέργειας και των τριών προσώπων της Αγίας Τριάδος. Η Θ. ευχαριστία ανακεφαλαιώνει όλες τις θείες ευεργεσίες, που παρέχονται στην ανθρωπότητα από τα τρία ομοούσια πρόσωπα. Ο Πατήρ, η Πηγή της Αγίας Τριάδος, δίνει στον κόσμο τον Υιό Του τον μονογενή και μας στέλνει, σαν διαρκή πεντηκοστή, το παράκλητον Άγιον Πνεύμα, το οποίο φανερώνει τον Υιό στην αναίμακτη θυσία του θυσιαστηρίου. Κύκλω της Αγίας Τραπέζης βλέπουμε να παρελαύνουν λαμπαδηφόροι άγγελοι, αυτούς να τους ακολουθούν άλλοι, κρατούντες τα σύμβολα του πάθους (το ποτήριο, την λόγχη, τον σπόγγο, τον κάλαμο, την σκάλα και τον Τίμιο Σταυρό). Άλλοι άγγελοι βαστάζουν εξαπτέρυγα και τούτους ακολουθεί το υπό αγγέλων επί επιταφίου φερόμενο άχραντο σώμα του Κυρίου, κατά το χωρίο του Έρμα «Οι ένδοξοι άγγελοί σου δεξιά και ευώνυμα συγκρατούντες σε» (Έρμα, Ποιμήν, παραβολή θ’, XII). Πράγματι οι Θείοι άγγελοι παρίστανται στο Θεό, την ώρα που Εκείνος προσφέρεται θυσία, υπέρ της του κόσμου ζωής και σωτηρίας. Κάτωθεν της αγίας Τραπέζης μερικοί άγγελοι -εξαπτέρυγα- κρατούν θυμιατήρια διά των δεξιών χειρών και διά των αριστερών ανοικτό βιβλίο, στο οποίο αναγράφεται: «τρεις είσιν οι μαρτυρούντες εν τω ουρανώ)· ο Πατήρ, ο Υιός και το άγιον Πνεύμα». Τούτο το θυμίαμα συμβολίζει τις προσευχές των Χριστιανών (ψαλμ. ρμ’, 2) τις οποίες οι άγγελοι μεταφέρουν και αποθέτουν στον θρόνο της χάριτος. Είναι μια πραγματικότητα που την αποκαλύπτει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης: «Και ανέβη ο καπνός των θυμιαμάτων ταις προσευχαίς των αγίων εκ χειρός του αγγέλου ενώπιον του Θεού» (Άποκ. η’, 4). Στην Θεία Λειτουργία ο λαός Του Θεού δεν είναι απαθής θεατής των διαδραματιζομένων. Ο κόσμος μεταμορφώνεται σε Εκκλησία, υψώνεται από το βιολογικό επίπεδο συνυπάρξεως σε μια κοινωνία αγάπης προσώπων, κατά το πρότυπο της πανσθενουργού και πανσωστικής Αγίας Τριάδος, αποδέχεται την προσφερόμενη δωρεάν σωτηρία και ενώνεται με τα αγγελικά τάγματα στο έργο της δοξολογίας και ευχαριστίας του Θεού. Γι’αυτό προσευχόμαστε διά των χειλέων του Ιερέως, κατά την είσοδο του αγίου Ευαγγελίου, ο Δεσπότης Κύριος «ο καταστήσας εν ουρανοίς τάγματα και στρατιάς αγίων αγγέλων και αρχαγγέλων εις λειτουργίαν της δόξης Του» να ποιήσει με την είσοδο των μελών Του, «είσοδον αγίων αγγέλων», οι οποίοι θα συλλειτουργούν και θα συνδοξολογούν με τους ανθρώπους τη Θεία αγαθότητα. Και στη Μεγάλη Είσοδο, κατά την οποία ο Βασιλεύς των όλων δορυφορείται, αοράτως, ταις αγγελικαίς τάξεσιν (χερουβικός ύμνος), ο πιστός λαός καλείται να εικονίσει μυστικώς τα Χερουβείμ, και να Τον υποδεχθεί, ψάλλοντας στη ζωοποιό Τριάδα τον παναρμόνιο τρισάγιο ύμνο, αφού αποθέσει πάσαν την βιοτικην μέριμναν. Η περιγραφόμενη εικόνα μας ανάγει διά των ορωμένων στα μη βλεπόμενα και μας οδηγεί στο μεγαλειώδες γεγονός της συλλειτουργίας του ουρανού και της γης, που συμβαίνει σε κάθε Θεία Λειτουργία.

Δέηση (Διαστάσεις 1,40 Χ 1,5)

Δέηση

Έργο λαϊκής τέχνης του 19ου αιώνα, χωρίς την ανωτερότητα και πνευματικότητα της ορθόδοξης αγιογραφίας.

Εικονίζονται ο Χριστος ένθρονος, ως Μέγας Αιώνιος Αρχιερεύς, γι’αυτό περιβάλλεται με πλήρη αρχιερατική στολή, δεξιά Του η Παναγία και αριστερά ο Ιωάννης ο Πρόδρομος. Πίσω από το Χριστό είναι οι αρχάγγελοι Μιχαήλ και Γαβριήλ, οι όποιοι παρίστανται στο θρόνο Του Θεού υπηρετικά και δοξολογικά. Στο πάνω μέρος εικονίζεται ο δημιουργός του σύμπαντος με τη μορφή γέροντος, του παλαιού των ημερών.
Η Παναγία και ο Πρόδρομος είναι σε στάση δεήσεως. Έχουν τα χέρια τους σταυρωμένα στο στήθος και κλίνουν τις κεφαλές τους προς τον Κύριο, ενώ Εκείνος με το δεξί Του χέρι ευλογεί και με το αριστερό κρατά ανοικτό το «κτίσμα των χεριών του», το Ευαγγέλιο.

Εικόνα της Θεοτόκου, τύπου «ρόδον το αμάραντον» (διαστάσεις 1,03 Χ1,20) Λαϊκής τέχνης 19ου αιώνα

εικόνα της Θεοτόκου

Είναι αναμφισβήτητα εμπνευσμένη από το τροπάριο του Ακαθίστου Ύμνου «Ρόδον το αμάραντον, χαίρε η μόνη κυήσασα…», διά του οποίου εγκωμιάζεται η Παναγία, γιατί γέννησε το αμάραντο ρόδο, το Χριστό, ο οποίος ευωδιάζει τον κόσμο όλο με την ένσαρκη οικονομία Του. Η Θεοτόκος εικονίζεται βρεφοκρατούσα. Στο δεξί της χέρι κρατά ράβδο στολισμένη με ρόδα, που συμβολίζει τη βασιλική, ηγεμονική της θέση, μαρτυρούμενη και στην Αγία Γραφή: «παρέστη η Βασίλισσα εκ δεξιών σου». Στα αριστερά της ο Ιησούς με το ένα χέρι ευλογεί και με το άλλο κρατάει μια σφαίρα, που συμβολίζει τον κόσμο – είναι ο παντοκράτωρ και ράβδο ηγεμονική, εκφραστική του βασιλικού Του αξιώματος.

Ως συνήθως, επάνω δεξιά και αριστερά, εικονίζονται άγγελοι. Η Παναγία είναι η κυρία των Αγγέλων. Η τιμιωτέρα των Χερουβείμ και ενδοξοτέρα ασυγκρίτως των Σεραφείμ. Υπάρχουν ακόμη και κάποια λαϊκά διακοσμητικά στοιχεία, όπως βάζα με ρόδα επάνω στα τραπέζια η κουρτίνες στο επάνω μέρος της εικόνας. Στο κάτω μέρος υπάρχουν μέσα σε στρογγυλά εγκόλπια τρεις άγιοι, που φέρουν στοιχεία βυζαντινής αγιογραφίας.

Ο άγιος Βασίλειος, ο άγιος Γεώργιος και ο άγιος Νικόλαος. Στο Προκόπιο της Καππαδοκίας υπήρχαν εκκλησίες προς τιμήν αυτών των αγίων. Κάτω σημειώνεται: «Διά χειρός του παπα Ανδρέας εν έτει άωλε’, 1835».

Εικόνα της Παναγίας του Κύκκου (Διαστάσεις 1,32 Χ 0,92)

Παναγία Κύκκου

Φαίνεται ως αντίγραφο από χαλκογραφία, γιατί αντιγράφεται κάτω επιγραφή, δυσανάγνωστη τώρα, όπου ανάμεσα στα άλλα λέγει: χαλκοχαράχθηκαν… Στο πλαίσιο κάτω υπάρχει άλλη επιγραφή: «Ιστορήθη η παρούσα θαυματουργή εικών της Θεοτόκου της εν Κύπρω Μονής του Κύκκου, δι’ εξόδων του τιμιωτάτου και φιλοχρίστου Καρελια από χωρίου Προκόπιον του εκ Καισαρείας εις μνημόσυνον αυτού και των γονέων αυτού. (Άωγ’ – 1803)».

Η Παναγία αυτή της Μονής Κύκκου, κατά την παράδοση είναι μία από τις τρεις εικόνες της Θεομήτορος, οι οποίες ιστορήθηκαν από τον Εύαγγελιστή Λουκά και ευλογήθηκαν από την Θεοτόκο. Αυτό συμπεραίνεται και από την επιγραφή της εικόνας με τους λόγους της Θεοτόκου. «Ή χάρις του εξ’ εμού τεχθέντος είη μετ’αυτής». Στήν εικόνα ο Χριστός παρίσταται βασταζόμενος στο δεξιό χέρι της Μητρός του (δεξιοκρατούσα). Κρατά ευαγγέλιο στο οποίο αναγράφεται: «Και ο Λόγος σάρξ εγένετο». Στην εικόνα αγιογραφούνται καί οί Άγιοι απόστολοι Βαρνάβας και Ιωάννης ο Θεολόγος, καθώς και οι Άγιοι Μεγαλομάρτυρας Δημήτριος και Ιερομάρτυρας Χαράλαμπος. Η Μονή Κύκκου κατέστη περιώνυμος κυρίως από την εικόνα αυτή και απετέλεσε προσκύνημα των Κυπρίων, αλλά και των Ρώσων, επίσης, προσκυνητών του Παναγίου Τάφου, οι οποίοι επιστρέφοντες εκείθεν, θεωρούσαν ιδιαίτερη ευλογία να προσκυνήσουν την εικόνα στην Ιερά Μονή.

Κυκλικά γύρω από τη μορφή της Παναγίας αναγράφεται: «Εικών η Ελεούσα της Πανάγνου Μαρίας της εν τη Μονή Κύκκου της κατά Κύπρον – Η μία των τριών του Αποστόλου Λουκά του Θείου».

 Ο Ακάθιστος Ύμνος (Διαστάσεις 1,07 Χ 0,70)

Η εικόνα αυτή περιλαμβάνει τρία θέματα, τα οποία έχουν κέντρο αναφοράς το πανάγιο πρόσωπο της Άνασσας Θεοτόκου. Στο μέσον εικονίζεται η Παναγία έχουσα επί της κεφαλής της βασιλικό στέμμα. Κρατεί τον Κύριον, ο οποίος φορεί αρχιερατικά αμφία και φέρει τα σύμβολα του βασιλικού Του αξιώματος. Δεξιά και αριστερά παρίστανται άγγελοι με ειλητάρια, ενώ κάτω από την Παναγία υπάρχουν τριαντάφυλλα, επειδή εκείνη γέννησε το «ρόδον το αμάραντον», το Χριστό. Άνωθεν και κάτωθεν της ιεράς μορφής της Θεομήτορος εικονίζονται δέκα (10) προφήτες καί ό καθένας τους κρατεί τό σύμβολο, μέ τό όποιο
προφήτευσε την Παρθένο.

“Άνω: ο Δαυίδ κρατεί την κιβωτό (Ψαλ. ρλα’, 8), ο Σολομών το Ναό (Γ’ Βασ. η’, 1-6), ο Μωϋσής τη φλόγα (‘Εξ. γ’, 1-8), ο Ααρών τη ράβδο (‘Άριθμ. ιζ’, 1-11), ο Ιεζεκιήλ την κεκλεισμένη πύλη (‘Ιεζ. μδ’, 1-3). Κάτω: ο Ησαΐας κρατεί τη λαβίδα (‘Ησ. στ’, 6), ο Ζαχαρίας τη λυχνία (Ζαχ. δ’, 2-6), ο Δανιήλ το όρος (Δαν. β’, 25), ο Γεδεών τον πόκο (Κριτ. στ’, 37-40) και ο Ιακώβ την κλίμακα (Γεν. κη’, 12-22). Γύρω από την εικόνα ιστορούνται οι 24 οίκοι των Χαιρετισμών. Η εικόνα αυτή αριθμεί 157 πρόσωπα, στα οποία ο αγιογράφος απέδωσε τις ανάλογες εκφράσεις με επιτυχία. Κάτω υπάρχει χρονολογική επιγραφή: 1868 Αυγούστου 8.

 Τρεις Ιεράρχες (α) (Διαστάσεις 1,40 Χ 0,65)

Τρεις Ιεράρχες(α)

Εικόνα λαϊκού αγιογράφου του 19ου αιώνα από τη Μ. Ασία. Ζωγραφίζονται οι τρεις Ιεράρχες με λειτουργική αμφίεση. Φορούν άμφια αρχιερατικά, με το δεξί χέρι ευλογούν και στο αριστερό κρατούν ποιμαντορική ράβδο. Επάνω απ’ αυτούς μέσα σε νεφέλη εικονίζεται ο Χριστός ευλογών, περιβαλλόμενος ιδίων χρωματικών αποχρώσεων ενδύματα. Στο κάτω μέρος ύυάρχουν σκηνές διάφορες, κυρίως από τη ζωή των εικονιζομένων Ιεραρχών.

Στην πρώτη εξ αυτών ο άγιος Μερκούριος σκοτώνει τον Ιουλιανό τον παραβάτη, γεγονός ασυμβίβαστο ιστορικά, οφειλόμενο, όμως, στην ελεύθερη έμπνευση του αγιογράφου. Ο ζωγράφος θέλει το μάρτυρα Μερκούριο, που έζησε τον τρίτο αιώνα να θανατώνει τον Ιουλιανό τον παραβάτη, που έζησε στα τέλη του τετάρτου αιώνα. «Δίνει την εντύπωση ότι δεν ξέρει πολλά γράμματα και αγνοεί βασικές χρονολογίες και γεγονότα της ιστορίας, το πιθανότερο είναι ότι δεν τα αγνοεί, αλλά σκόπιμα τα υπερβαίνει, πιστοποιώντας, έτσι, ότι γνωρίζει αλάνθαστα τη γλώσσα και τους κανόνες της αγιογραφίας. Γιατί, όπως τα Συναξάρια δεν εξιστορούν απλώς τα γεγονότα της ζωής των αγίων, αλλά τα εκφράζουν και τα ερμηνεύουν, έτσι και η βυζαντινή αγιογραφία δεν παριστάνει, αλλά απλώς εκφράζει τα θέματά της. Το ζητούμενο είναι να αναφανεί η αλήθεια που κρύβεται πίσω από την ιστορική συμβατικότητα. Κι εδώ υπάρχει μια εσχατολογική προσδοκία. Ο ζωγράφος προσδοκά την τελική νίκη των ορθοδόξων εναντίον κάθε διώκτη και κατακτητή». Στη δεύτερη σκηνή, ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος ελέγχει την άδικη βασίλισσα Ευδοξία, η οποία ως άλλη Ηρωδιάδα τον κατεδίκασε σε εξορία, οπου και πέθανε.

Στήν τρίτη, ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος εικονίζεται μέσα στο πλοίο, το οποίο σώζεται από φοβερή θαλασσοταραχή. Είναι εμπνευσμένη από το βίο του αγ. Γρηγορίου, όταν κινδύνευσε ως νέος, ταξιδεύοντας με πλοίο από την Αλεξάνδρεια για την Αθήνα, όπου ήθελε να σπουδάσει. Σώθηκε δε θαυματουργικά και αυτό το περιστατικό διεδραμάτισε σημαντικό ρόλο στη ζωή του. Κάτω υπάρχει η επιγραφή: «διά χειρός του Λαζάρου».

Τρεις Ιεράρχες (β) (Διαστάσεις 1,00 Χ 0,80)

Τρεις Ιεράρχες(β)

Εκτός από την παραπάνω περιγραφείσα εικόνα υπάρχει και άλλη, φέρουσα ημερομηνία 10 Σεπτεμβρίου 1859, στην οποία απεικονίζονται με ζωηρά και γλυκά χρώματα οι τρεις Μεγάλοι Οικουμενικοί Διδάσκαλοι και Ιεράρχες. Αριστερά εικονίζεται ο Μέγας Βασίλειος, στο κέντρο ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος και δεξιά ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος. Ο Μέγας Βασίλειος είναι ενδεδυμένος φελώνιο, ο άγιος Ιωάννης και ο άγιος Γρηγόριος με σάκο αρχιερατικό, ενώ μόνον ο άγιος Ιωάννης φορεί επί της κεφαλής του και μίτρα. Στα αριστερά χέρια τους κρατούν το ιερό Ευαγγέλιο, το οποίο δίδαξαν στην οικουμένη, και με τα δεξιά χέρια τους ευλογούν. Άνωθεν των Τριών Ιεραρχών εικονίζεται εντός νεφέλης, σε πύρινο φόντο, ο Ιησούς Χριστός ευλογών.

Η θυσία του Αβραάμ (Διαστάσεις 1,56 Χ1,20)

Η θυσία του Αβραάμ

Ο Αβραάμ, ο Γενάρχης του εκλεκτού λαού του Θεού, υπακούοντας στη θεία απαίτηση, εικονίζεται με τη ρομφαία υψωμένη, έτοιμος να θυσιάσει τον Ισαάκ, που είναι γονατιστός επάνω στα ξύλα. Άγγελος από τον ουρανό συγκρατεί το χέρι του Αβραάμ, ενώ δεξιά το μάτι του Θεού επιβλέπει τα τεκταινόμενα. Υποστηρίζει τον Πατριάρχη στη δοκιμασία του, προφυλάσσει διά του Αγγέλου τον Ισαάκ και προμηθεύει τελικά το πρόβατο, που εικονίζεται, για το ολοκαύτωμα.

Στο κάτω μέρος της εικόνας υπάρχουν έξι σκηνές από το βίο του Αβραάμ με καραμανλήδικες επιγραφές: Στην πρώτη «αβραμήν κουιζαγιντά χαζαρώς βε σάργιτζοτζικλάρ», δηλαδή στους κόλπους του Αβραάμ ο Λάζαρος και τα τέκνα του.

Στη δεύτερη «κιογ γιουζουντέν αβρααμά σες κελτηγή», δηλαδή από τον ουρανό στον Αβραάμ έρχεται φωνή.
Στην τρίτη «αβραάμ εχλήσαραγιλεν σιλασιντάν τζηκ τημλάν», δηλαδή ο Αβραάμ με τη γυναίκα του Σάρρα πηγαίνει σε ταξίδι. Ο Αβραάμ και η Σάρα πηγαίνουν έφιπποι. Υπακούοντας στο Θεό, ο οποίος είπε στον Αβραάμ: «άφησε την χώρα σου και πήγαινε στη χώρα που θα σου δείξω», εγκαταλείπουν την Χαρράν και πορεύονται προς την Χαναάν. Στη τέταρτη «αβραάμ έχλησα άβημελεχ παζνε σάχταν κελαγ – πακ σακλα-τιγή» δηλαδή, η γυναίκα τού Αβραάμ Σάρρα στον Βασιλέα Αβιμέλεχ. Στην πέμπτη «μελχησεδέκ αρχιερέας αβραάμα σαρα πηχαν εκμέκ τζηκαρ-τηγκ», δηλαδή ο Αρχιερέας Μελχισεδέκ στον Αβραάμ δίνει άρτο στην πείνα. Παριστάνεται η συνάντηση του Μελχισεδέκ με τον Αβραάμ. Ο Μελχισεδέκ, βασιλιάς και μη εβραίος ιερέας της Σαλήμ, είναι ένα μυστηριώδες πρόσωπο, που παρουσιάζεται ως απάτωρ και αμήτωρ και αγενεαλόγητος και θεωρείται προτύπωση του Χριστού. Προσφέρει στον Αβραάμ δείπνο άρτου και οίνου, τελετή διαθήκης. Ευλογεί τον Αβραάμ από τον οποίο εισπράττει και φόρο ως αντάλλαγμα της προστασίας του. Στην έκτη «αβρααμήν νησαφήρ σεβητζηληγή», δηλαδή η φιλοξενία του Αβραάμ. Εικονίζεται η φιλοξενία του Αβραάμ. «Όπως μας πληροφορεί το βιβλίο της Γενέσεως, ενώ ο Αβραάμ καθόταν κοντά στη δρυ Μαμβρή, όπου είχε στήσει την σκηνή του, τον επισκέφτηκαν τρεις άγνωστοι σ’ αυτόν άνδρες. Ο Πατριάρχης τους υποδέχτηκε με εγκαρδιότητα και αγάπη, παρόλο που του ήταν άγνωστοι. Στη συνέχεια τους παρέθεσε πλούσια τράπεζα. Κατά τη συζήτηση οι μυστηριώδεις επισκέπτες ανήγγειλαν στον Αβραάμ πως η γυναίκα του η Σάρα θα αποκτούσε παιδί μέσα σ’ ένα χρόνο, όπως και έγινε. Οι Πατέρες της Εκκλησίας στο βιβλικό αυτό γεγονός είδαν μία προτύπωση του μυστηρίου της Αγίας Τριάδος, το οποίο αποκαλύφθηκε σ’ όλη του την πληρότητα στην Καινή Διαθήκη. Για τούτο πολύ νωρίς η φιλοξενία του Αβραάμ απεικονίστηκε σε σχετική εικόνα. Επειδή στη συνέχεια της βιβλικής διήγησης οι δύο από τους τρεις άνδρες έμφανίζονται ως άγγελοι «Ήλθον δε οι δύο άγγελοι εις Σόδομα εσπέρας», επικράτησε να εικονίζονται και οι τρεις στο φιλόξενο τραπέζι του Αβραάμ μέ την αγγελική μορφή τους. Είναι άλλωστε η αεικόνιση αυτή ένας ωραίος τρόπος να παρουσιαστούν οι τρεις άνδρες ως ουράνιοι έπισκέπτες».

 Ο άγιος Χαράλαμπος (1879) (Διαστάσεις 1,40 Χ 0,8)

Ο άγιος Χαράλαμπος

Ο άγιος Χαράλαμπος εικονίζεται ολόσωμος ως ιερεύς, με πρόσωπο λαμπρό, ενδεδυμένος πλήρη ιερατική στολή, με γενειάδα λευκή ως υπέργηρος. Με το δεξί χέρι ευλογεί, ενώ με το αριστερό κρατά Ευαγγέλιο, το οποίο εκήρυξε ως ποιμήν της Μαγνησίας της Μ. Ασίας και για χάρη Του έδωσε τη ζωή του υπομένοντας φρικτά μαρτύρια, επί αυτοκράτορος Σεπτιμίου Σεβήρου.

Κάτω σε επτά παραστάσεις εικονίζεται ο βίος του αγίου με καραμανλήδικες επιγραφές. Εικονίζεται η προσαγωγή του ενώπιον του αυτοκράτορος και η γενναία ομολογία του, τα μαρτύριά του και κυρίως η φρικτή εκδορά του και ο αποκεφαλισμός, τον οποίο ετοιμάζεται να επιτελέσει ο δήμιος. Εις την άνω δεξιά πλευρά του Αγίου παρουσιάζεται ο Χριστός μέσα σε φωτεινή νεφέλη, ευλογών τον άγιο, ενώ αριστερά Άγγελος Κυρίου φαίνεται να κρατά ειλητάριο, στο οποίο αναγράφεται «χαίροις αθλητά Χαράλαμπες». Το φελώνιο του αγίου ιερομάρτυρος είναι κόκκινο και συμβολίζει τις ροές των αιμάτων του… Πάνω από την παράσταση αριστερά και δεξιά: «1879 Μαρτίου, διά χειρός Δημητρίου».

Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος (Διαστάσεις 1,39 Χ 0,92)

Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος

Βυζαντινή αγιογραφία του 19ου αιώνα. Υπάρχει αυστηρότητα στο ύφος, η οποία προκύπτει από το ασκητικό του ήθος και το ελεγκτικό του κήρυγμα, το οποίο απέβλεπε στο ξύπνημα των πωρωμένων ιουδαϊκών συνειδήσεων και φαίνεται από τις ρυτίδες του μετώπου και το σμίξιμο των φρυδιών. Στους ώμους του υπάρχουν φτερούγες αετού, δηλωτικές του αγγελικού βίου του και του υψηλού προορισμού του, κατά το προφητικό ρήμα «’Ιδού εγώ αποστέλλω τον άγγελόν μου προ προσώπου σου ος κατασκευάσει την οδόν σου εμπροσθέν σου». Οι φτερούγες συνεργούν στο να φαίνεται το ιερό τούτο «πτηνόν» υπερφυές.

Ο Βαπτιστής κρατά την κεφαλή του εντός πινακίου, κάτωθεν του οποίου κρέμεται ειλητάριο, το οποίο περιέχει τα εξής: «”Ύψιστε Χριστέ, Υιέ Θεού παντάναξ, σε γνωρίσαντος εν μητρική νηδυί και βαπτίσαντος εν ρείθροις Ιορδάνου, δέξαι κεφαλήν, υπέρ σου τετμημένην και δός αντ’ αυτής σην βασιλείαν Σώτερ». Πρόκειται για ατίμητη προσφορά του τιμίου ασκητού στον Υιό και Λόγο του Θεού, τον οποίο υπέδειξε διά του δακτύλου του ως αμνόν του Θεού. Τα ενδύματά του είναι, όπως περιγράφονται στην ευαγγελική διήγηση, τρίχινα με τη δερμάτινη ζώνη στη μέση του, ενώ επάνω ακριβώς από τον Πρόδρομο εικονίζεται ο Κύριος Ιησούς Χριστός με δύο αγγέλους, των οποίων τη ζωή μιμήθηκε ο Βαπτιστής και γι’ αυτό δέχεται την επιβράβευση και το στέφανο της δόξης. Στο βάθος φαίνεται ο Ιορδάνης ποταμός, όπου κήρυξε και διακόνησε ο προφήτης το βάπτισμα μετανοίας. Δεξιά και αριστερά υπάρχουν σκηνές από το βίο του: Τη σύλληψή του, την οποία ο αρχάγγελος Γαβριήλ, αναγγέλει στον αρχιερέα πατέρα του Ζαχαρία, τον ασπασμό της Ελισάβετ από την Παναγία, τη γέννηση του Προδρόμου, την υπό του αγγέλου καθοδήγησή του στην έρημο, το κήρυγμά του στον Ιορδάνη, τη διδαχή του προς τους Ιουδαίους και Φαρισαίους, το συμπόσιο του Ηρώδη, την αποτομή της κεφαλής και τον ενταφιασμό του. Στον Ιερό Ναό του Οσίου Ιωάννου, και κυρίως στο τέμπλο, υπάρχουν και μερικές εικόνες, οι όποιες είναι έργα του αγιογράφου Μοναχού Δανιήλ του Κατουνακιώτου (φωτογραφία). Όσον άφορα την τεχνοτροπία τους είναι αναγεννησιακού τύπου, δεν έχουν όμως σχέση με τις δυτικές εικόνες. Έχουν έντονο θρησκευτικό χαρακτήρα, χωρίς πολλά φυσιοκρατικά στοιχεία. Ο συνδυασμός του θρησκευτικού αυτού χαρακτήρα με την επίδραση της αναγεννήσεως έχουν ως αποτέλεσμα τα γλυκερά πρόσωπα. Το κυανωπό φόντο της εικόνας το χρησιμοποιεί καθαρά ως αισθητικό στοιχείο, για να γίνεται εμφανές το φωτοστέφανο ή και για λόγους οικονομικούς ακόμη. Η συγκεκριμένη τεχνική που χρησιμοποιεί ο πατήρ Δανιήλ θεωρείται ως λαϊκο-άναγεννησιακή.

 Μέγας Βασίλειος (Διαστάσεις 1,50 Χ 1,5)

Μέγας Βασίλειος

Έργο του αιώνα μας, με αρκετά στοιχεία ρωσικής εικονογραφίας. Ο αγιογράφος προσπαθεί να δώσει αυστηρότητα στο ύφος του αγίου, σμίγοντας τα φρύδια. Τα χρώματα είναι απαλά και φωτεινά, το λευκό είναι πιο έντονο και το συναντάμε συχνά στη ρωσική αγιογραφία. Ο άγιος εικονίζεται να φορά ιερατική στολή και μέγα αρχιερατικό ωμοφόριο, ενώ στο αριστερό του χέρι κρατά ευαγγέλιο και με το δεξιό του ευλογεί. Στην αλληλογραφία του Διονυσίου υπάρχουν πολλά ενδιαφέροντα στοιχεία περί της παραγγελίας και αγιογραφήσεως της εικόνος αυτής. Ο Διονύσιος γράφει προς τον αγιογράφο Δανιήλ τον Κατουνακιώτη να του αγιογραφήσει την εικόνα του Αγίου Βασιλείου «εις μέγα σχήμα, οποίαι εισίν αι εικόνες του εικονοστασίου, ήτοι ο Ιησούς Χριστός, η Θεοτόκος, ο Τίμιος Πρόδρομος και αι άλλαι…

Υ.Γ Ίνα μη διαφύγη εκ της μνήμης σας το πλάτος και το μήκος των δεσποτικών εικόνων εμετρήθησαν εκ δευτέρου· μήκος εν μέτρον και 50 εκατοστά, πλάτος δε μέτρον εν και εκατοστά 5. Υποκάτω της εικόνος αναγράφεται το εξής όνομα: ‘Αφιέρωμα του μακαρίου Βασιλείου Π. Παπαδόπουλου εις την Εκκλησία του Οσίου πατρός ημών Ιωάννου του Ρώσου ου δαπάνη κατεσκευάσθη εν έτει 1912 κατά μήνα… αιωνία αυτού η μνήμη…».

Ο Δανιήλ σε επιστολή του προς το Διονύσιο γνωρίζει ότι «η εικών αυτή εγένετο τη επιστασία του αγίου επιτυχεστάτη και άξια πολλής ευλαβείας και θαυμασμού, καθόσον, ως θα ιδήτε, το πρόσωπον του Ουρανοφάντορος τούτου πατρός χωρίς να ιδή τις την επιγραφήν του ονόματός του, αμέσως θα ειπή ότι ούτος είναι ο Μέγας Βασίλειος. Τούτο δε εναργέστατα καταδεικνύεται εκ του σοβαρού ύφους όπερ εκέκτητο από του βεβηκότος φρονήματος και του καισαρίζοντος χαρακτήρος και εμποιεί σέβας και την προσήκουσαν ευλάβειαν τοις ορώσιν. Επίσης και εις την λοιπήν διακόσμησιν των παναρχαίων βυζαντινών φορεμάτων και του Ευαγγελίου εις α εξοδεύθη πολλή εργασία και έντεχνος επιμέλεια. Δεν εδείξαμεν την ελαχίστην αμέλειαν η καταφρόνησιν υφορώμενοι την αντίληψιν του Αγίου, εις ον τρέφομεν απεριόριστον ευλάβειαν καθόσον κατά την εορτήν του εγένοντο τα εγκαίνια του καθ’ ήμας Ιερού Ναού και η χειροτονία εις διάκονον και την επιούσαν εις ιερέα του ημετέρου Ιερομονάχου Αθανασίου, και κατ’ αυτήν την ημέραν ποιούμεν ολονύκτιον αγρυπνίαν εις δόξαν του Αγιωτάτου Πατρός. ‘Ολα δε ταύτα συνετέλεσαν και ηυδόκησεν ο Άγιος να γίνη η αγία του εικών κατ’ ευδοκίαν Αυτού και ήδη θα πλουτίση η Πατρίς Αυτού την τοιαύτην εικόνα, ήτις θα διαφυλάττη πάντας υμάς από παντός ανιαρού και εξόχως η Υμετέρα Ιερά Κορυφή θα έχη τον Άγιον μέγαν αρωγόν, καθώς και ο παραγγείλας ταύτην κ. Παναγιώτης. Ότι δε η εικών αυτή έχει αξίαν πολύ υπερτέραν της εννεαλίρου τιμής, τούτο λόγων ου χρήζει, καθόσον και τα υλικά σήμερον εχουσι διπλασίαν τιμήν και η έντεχνος διακόσμησις της εν γένει Ιεραρχικής στολής είναι πολύ ικανοποιητική δι’ Ύμάς, αλλά και ημείς, πιστεύω πνευματικώς να ικανοποιηθώμεν από τον άγιον τούτον της Οικουμένης Διδάσκαλον και εις τούτο· Να εύχεσθε και διά το ημέτερον τέκνον Δανιήλ όστις προοδεύσας κατά την τέχνην επεδείξατο εξ ευλαβείας πολλής τα τόσα κοσμήματα εν τη Ιεραρχική στολή….». Η εικόνα ελήφθη το Σάββατο 7 Δεκεμβρίου 1913 (ενώ ήτο έτοιμη, άργησε να σταλή λόγω του κινδύνου του Βαλκανικού πολέμου).

Ο Διονύσιος γνωρίζει στο Δανιήλ την παραλαβή και συνεχίζει: «Ετοποθετήσαμεν εις το δεξιόν μέρος της Εκκλησίας του Οσίου Πατρός ημών Ιωάννου. Η εικών εζωγραφήθη εντέχνως και ευηρεστήθη άπασι τοις ευλαβέσι προσκυνηταίς, αλλ’ έχει δύο σπουδαίας έλλείψεις. Πρώτον ότι δεν έχει προσκυνητάριον, εις το οποίον να προσέλθωσιν εις ασπασμόν οι Χριστιανοί και δεύτερον δεν ετέθη το όνομα του μακαρίτου Βασιλείου Π. Παπαδόπουλου, αλλά το όνομα του αδελφού του Παναγιώτου Παπαδόπουλου…».

Η εικόνα αυτή μεταφερθείσα, όπως και οι άλλες, από τη Μικρά Ασία, ευρίσκεται στον Ιερό Ναό του Οσίου Ιωάννου του Ρώσου, στο Νέο Προκόπιο και πάλι στο δεξιό μέρος του τέμπλου…

Άγιος Ευστάθιος (Διαστάσεις 1,50 Χ 1,5)

Άγιος Ευστάθιος

Ο άγιος εικονίζεται μεσήλικας με στρογγυλή γενειάδα, περιβεβλημένος, όπως συνήθως οι στρατιωτικοί άγιοι, με θώρακα και βαστάζων όπλα το κοντάρι και την ασπίδα. Από το συναξάρι του αγίου πληροφορούμαστε ότι κατείχε ανώτερο στρατιωτικό βαθμό, επί Τραϊανού, ο οποίος, όταν πληροφορήθηκε ότι ανήκει στην στρατεία του Ιησού Χριστού, τον εξόρισε μαζί με την οικογένειά του. Τον επανέφερε, για να λάβει μέρος σε δύσκολο πόλεμο και τέλος, επειδή δεν αρνήθηκε το Χριστό, τον οδήγησε στο μαρτύριο μαζί με τη σύζυγό του και τους δύο υιούς του. Ο αγιογράφος ζωγραφίζει το φόντο μπλε με σύννεφα, για να τονισθεί το φωτοστέφανο και να φανεί ότι ο άγιος μετέχει της δόξης του επουρανίου βασιλέως. Στην εικόνα υπάρχει η επιγραφή: «Η ιερά αυτή εικών εγένετο δι’ επιστασίας του πανοσ. κ. Διονυσίου Ιερομονάχου Χαραλαμπίδη και δι’ έξόδων καί φιλοτίμου δαπάνης τού τιμιωτάτου κ. Εύσταθίου ‘Ηλιάδη-Προκοπέως εις μνημόσυνον αύτού. ‘Εγράφη δέ διά χειρός Δανιήλ Μοναχού εις Κατουνάκια ‘Αγ. Όρους τη 20η Σεπτεμβρίου 1903».

Αγιος Μεγαλομάρτυρας Προκόπιος (Διαστάσεις 1,50 Χ 1,5)

Άγιος Μεγαλομάρτυρας Προκόπιος

Ο εικονογράφος Δανιήλ Μοναχός ο Κατουνακιώτης, με απλό τρόπο, παρουσιάζει τον άγιο, ντυμένο με στρατιωτική ενδυμασία. Ο Προκόπιος ήταν έπαρχος της Αλεξάνδρειας, επί Διοκλητιανού, αλλά έγινε και στρατιώτης του Χριστού κληθείς στη χριστιανική πίστη με θαυματουργικό τρόπο, όπως ο Απ. Παύλος. Είναι περιβεβλημένος θώρακα και βαστάζει κοντάρι.

Στο άλλο χέρι του κρατά Σταυρό, το κατά του διαβόλου όπλο, που συμβολίζει και τη σταθερή ομολογία της χριστιανικής πίστεώς του. Αυτόν τον Σταυρό σήκωσε στον ώμο του με αφοσίωση, μέχρι του μαρτυρικού του θανάτου, ως θεηγόρος οπλίτης παρατάξεως Κυρίου. Στη βυζαντινή αγιογραφία ο χιτώνας των μαρτύρων είναι κόκκινος, επειδή συμβολίζει το αίμα τους, το οποίο στολίζει ως πορφύρα και βύσσος την Εκκλησία μας και το χρυσό φόντο συμβολίζει το φως του αγίου Πνεύματος, μέσα στο οποίο ζουν οι άγιοι, ενώ εδώ και τα δύο είναι χρώματος κυανού. Υπάρχει, όμως, το φωτοστέφανο, το οποίο αντανακλά τη δόξα, στην οποία ευρίσκεται ο δοξάσας τον Κύριο μεγαλομάρτυς Προκόπιος.

Όσιος Ιωάννης ο εκ Ρωσίας ο Ομολογητής (Διαστάσεις 1,50 Χ 1,5)

Όσιος Ιωάννης ο εκ Ρωσίας ο Ομολογητής

Έχει την ίδια με την προηγούμενη απλή τεχνική και τα ίδια χρώματα. Εικονίζεται νέος ο όσιος, φορώντας απλό και πολύπτυχο χιτώνα, με ζώνη στην οσφύ του και με όλα τα χαρακτηριστικά μιας ήρεμης και ευγενικής μορφής. Κρατά στο δεξί χέρι το Σταυρό, σύμβολο της ομολογίας και της κακοπαθείας του, του καθημερινού του αγώνα και της θυσίας του. Στο αριστερό χέρι κρατά ειλητάριο με την αγιογραφική ρήση: «τις ημάς χωρίσει από της αγάπης του Χριστού; θλίψις ή στενοχωρία, ή διωγμός ή λιμός ή γυμνότης ή κίνδυνος ή μάχαιρα; Πέπεισμαι γαρ ότι ούτε θάνατος, ούτε ζωή, ούτε άγγελοι, ούτε Αρχαί, ούτε δυνάμεις, ούτε ενεστώτα, ούτε μέλλοντα, ούτε ύψωμα, ούτε βάθος, ούτε τις κτίσις έτερα δυνήσεται ημάς χωρίσαι από της αγάπης του Θεού» (Ρωμ. η’, 38). Αυτό είναι το μυστικό της υπομονής και της αντοχής του στις καθημερινές διώξεις και τα μαρτύρια. Απ’ εδώ πηγάζει και το θάρρος της ομολογίας του. Η λατρεία στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού, με τον οποίο στεφανώθηκε ως νικητής και λάμπει στο νοητό στερέωμα της Εκκλησίας μας. «Τίς καθεύδων, ερωτά ο Μ. Βασίλειος, τρόπαιον έστησε; Τις τρυφών και καταυλούμενος τοις της καρτερίας στεφάνοις κατεκοσμήθη; Ουδείς μη δραμών ανείλετο βραβείον. Πόνοι γεννώσι δόξαν, κάματοι προξενούσι στεφάνους. Διά πολλών θλίψεων δει ημάς εισελθείν εις την βασιλείαν των ουρανών, φημί καγώ αλλά ταύτης της θλίψεως η εν τη βασιλεία των ουρανών μακαριότης εκδέχεται». Στην εικόνα υπάρχει η επιγραφή: «Δι’ επιστασίας του Πανοσ. κ. Διονυσίου ιερομονάχου Χαραλαμπίδη και φιλοτίμου δαπάνης των φιλοχρίστων συνδρομητών… Χειρί δε Δανιήλ Μοναχού του εκ Σμύρνης-Κατουνάκια Άγ. Όρους. Σεπτεμβρ. θ’ 1900».